Σε άρθρο της στην Καθημερινή (6.6.2010), η Μ. Δεληθανάση δίνει τα πορίσματα έρευνας του Μ. Σκανδάμη για την τοκογλυφία στην Ελλάδα:
» Σε μακροχρόνια έρευνα (2003 – 2007) του νομικού κ. Μαρίνου Σκανδάμη, ειδικού γραμματέα σήμερα στο υπ. Δικαιοσύνης, η οποία βασίστηκε σε δικαστικές αποφάσεις και συνεντεύξεις με δράστες και θύματα, τονίζεται ότι οι τοκογλύφοι είναι διεσπαρμένοι σε όλη την ελληνική κοινωνία, διαθέτουν δίκτυα σε όλη τη χώρα, ενώ κυρίαρχο χαρακτηριστικό είναι η αφανής πλευρά της δράσης τους. Τα θύματα φοβούνται να αποκαλύψουν τους τοκογλύφους διότι οι τελευταίοι συνήθως απειλούν ή δεν θέλουν να εκθέσουν τον «δανειστή» ώστε να μπορούν να δανείζονται και σε κάθε περίπτωση, φοβούνται τη δικαστική εμπλοκή επειδή το αδίκημα είναι δυσαπόδεικτο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια υπόθεση που αφορά μεγάλο αριθμό επιχειρηματιών στην Πάτρα «πηγαινοέρχεται» από την Ασφάλεια στην Εισαγγελία δύο χρόνια και δεν μπορεί κανένας να βγάλει άκρη, ενώ και η εφορία είναι δύσκολο να «πιάσει» ένα τοκογλύφο. «Υπάρχει τοκογλύφος που καταδικάσθηκε, αλλά η εφορία δεν μπόρεσε ποτέ να βρει τα χρήματα. Εχουν λογαριασμούς στο εξωτερικό, offshore… Η εφορία θα πρέπει να συνεργασθεί μεθοδικά με τη Δίωξη Οικονομικού Εγκλήματος για να υπάρξει αποτέλεσμα», σημειώνει η κ. Αναστασίου.
Τα επιτόκια των τοκογλύφων κυμαίνονται στο 10% – 12% μηνιαίως, ενώ αυξάνονται συνεχώς οι περιπτώσεις επιτοκίου 15%. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, κάποιοι «καλοί» τοκογλύφοι δανείζουν αξιόπιστους πελάτες με 8%. Η κ. Αναστασίου διαχωρίζει τους τοκογλύφους σε «καλούς» (αυτούς που «εξυπηρετούν» και δεν ξεπερνούν το 10% των τοκογλύφων) και στους «ανάλγητους και επικίνδυνους». Χαρακτηριστική διαφορά είναι ότι οι πρώτοι δεν ανατοκίζουν την οφειλή, εάν για ένα μήνα το θύμα δεν έχει να πληρώσει. Οι υπόλοιποι, εάν δεν πληρωθούν μία επιταγή ή συναλλαγματική, προχωρούν σε συνεχή ανατοκισμό.
Οι «καλοί» και οι «κακοί»
Σύμφωνα με την έρευνα του κ. Σκανδάμη, το 33% των τοκογλύφων είναι έμποροι, το 33% ελεύθεροι επαγγελματίες, το 20% συνταξιούχοι (που συνήθως εξασκούσαν την τοκογλυφική δραστηριότητα και πριν συνταξιοδοτηθούν), το 6% δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι και το 6% εισοδηματίες. Οι «παραδοσιακοί» τοκογλύφοι είναι άνθρωποι της «διπλανής πόρτας», δηλαδή τυπικοί, κατά τα φαινόμενα, «οικογενειάρχες». Ο κόσμος της νύχτας, που είναι άμεσα εμπλεκόμενος με την τοκογλυφία, χρησιμοποιεί βία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση τοκογλύφου από τη Θεσσαλονίκη που δηλώνει εισοδηματίας κι έχει απλώσει τα δίχτυα του μέχρι την Αττική. Χρησιμοποιεί μεσάζοντα που διαθέτει επιχείρηση – βιτρίνα στη Δυτική Αττική και μπράβους που εισβάλλουν στα μαγαζιά, παίρνοντας εμπορεύματα και τρομοκρατώντας τους οφειλέτες.
Το 50% της δραστηριότητας αφορά «μικρούς» ή «μεσαίους» τοκογλύφους και το 50% ελέγχεται από το παρατραπεζικό κύκλωμα. Στην κορυφή του τελευταίου βρίσκονται άτομα υπεράνω υποψίας και τεράστιας οικονομικής επιφάνειας που ουσιαστικά «χρηματοδοτούν» τις τράπεζες, αφού καταθέτουν «ζεστό» χρήμα. Αυτοί χρησιμοποιούν μια σειρά από παρένθετα πρόσωπα (με προμήθεια 1% – 2%) κι έτσι το θύμα δεν μαθαίνει ποτέ την κεφαλή της παρατράπεζας. Μιλάμε για οργανωμένο έγκλημα. «