Κατοχή και αντίσταση κατά τον Γ. Θεοτοκά

Για τα Τε­τρά­δια Η­με­ρο­λο­γί­ου (1939-1953) του συγγραφέα Γεωργίου Θεοτοκά γράφει  ο Σπ. Κουτρούλης (περιοδικό Αρδην, 2002). Αποσπάσματα:

Στις 23 Ιου­λί­ου 1943, ο Θε­ο­το­κάς ση­μειώ­νει τις μα­χη­τι­κές δια­δη­λώ­σεις των νέ­ων: “Χτες γε­νι­κή α­περ­γί­α και μα­χη­τι­κές δια­δη­λώ­σεις ως δια­μαρ­τυ­ρί­α για την εί­σο­δο των Βουλ­γά­ρων στην πε­ριο­χή α­νά­με­σα στον Στρυ­μώ­να και τον Α­ξιό. Η πιο ε­πι­βλη­τι­κή γε­νι­κή α­περ­γί­α που έ­γι­νε α­πό την αρ­χή της κα­το­χής και η πιο πει­σμα­τω­μέ­νη δια­δή­λω­ση. Τε­λι­κοί στό­χοι, ό­πως α­κού­ω σή­με­ρα, ή­ταν η βουλ­γα­ρι­κή πρε­σβεί­α και το σπί­τι του Ράλ­λη στο Κο­λω­νά­κι. Στη πρε­σβεί­α η δια­δή­λω­ση δεν μπό­ρε­σε να φτά­σει. Στου Ράλ­λη έ­φτα­σε και πιά­στη­κε με τους χω­ρο­φύ­λα­κες που το φρου­ρού­σαν. Αυ­τοί πυ­ρο­βό­λη­σαν… Στην προ­η­γού­με­νη δια­δή­λω­ση πολ­λοί γνω­στοί εί­δα­νε με τα μά­τια τους, κο­ντά στο Κο­λω­νά­κι, έ­να κο­ρί­τσι (φοι­τή­τρια, ό­πως έ­μα­θα) να ορ­μά α­πά­νω σ’ έ­να ι­τα­λι­κό πο­λυ­βό­λο για να το πά­ρει και να πέ­φτει σε α­πό­στα­ση ε­νός μέ­τρου, διά­τρη­το α­πό σφαί­ρες. Τέ­τοια γε­γο­νό­τα πλή­θος συ­νέ­βη­καν και χτες. Στην πλα­τεί­α Α­με­ρι­κής οι δια­δη­λω­τές πή­ραν έ­να γερ­μα­νι­κό ταν­κ, δί­χως ό­μως να το χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν… Οι Γερ­μα­νοί εκ­φρά­ζουν φα­νε­ρά την κα­τά­πλη­ξή τους για τα γε­γο­νό­τα αυ­τά που, ως λεν, δεν συμ­βαί­νουν που­θε­νά, σε καμ­μιά α­πό τις κα­τε­χό­με­νες πό­λεις της Ευ­ρώ­πης. Η α­λή­θεια εί­ναι ό­τι στην Α­θή­να έ­χει δια­μορ­φω­θεί μια α­τμό­σφαι­ρα πα­ρά­ξε­νη, ό­που θαρ­ρεί κα­νείς πως ο πλη­θυ­σμός δεν παίρ­νει την Κα­το­χή στα σο­βα­ρά και δεν λο­γα­ριά­ζει τον κίν­δυ­νο του θα­νά­του. Ά­ρα­γε τι εί­δος λα­ός ελ­λη­νι­κός θα βγει τε­λι­κά α­πό το ση­με­ρι­νό κα­ζά­νι;”

[…]
Στις 21 Ιου­λί­ου ’44, α­πελ­πι­σμέ­νος, γρά­φει: “Εί­μα­στε κο­ρε­σμέ­νοι α­πό Ι­στο­ρί­α, κου­ρα­σμέ­νοι κι α­νή­συ­χοι, φο­βό­μα­στε την ει­ρή­νη ό­σο και τον πό­λε­μο”.

[…]
Στις 21 Δε­κεμ­βρί­ου ’44, ο Θε­ο­το­κάς ε­πι­ση­μαί­νει: “Μί­α α­πό τις πλευ­ρές του ζη­τή­μα­τος εί­ναι και τού­τη, πως ο­λο­έ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο έ­χει κα­νείς την ε­ντύ­πω­ση ό­τι η ε­πα­νά­στα­ση αυ­τή εί­ναι, στην Α­θή­να του­λά­χι­στο, ε­πα­νά­στα­ση των προ­σφύ­γων ε­να­ντί­ον των γη­γε­νών. Εί­ναι α­ναμ­φι­σβή­τη­το ό­τι στους προ­σφυ­γι­κούς συ­νοι­κι­σμούς, που α­πο­τε­λούν σή­με­ρα την ‘κόκ­κι­νη ζώ­νη’ της πε­ριο­χής της Α­θή­νας και του Πει­ραιά, η μέ­γι­στη πλειο­ψη­φί­α του πλη­θυ­σμού βρί­σκε­ται με τον έ­να ή τον άλ­λο τρό­πο, κά­τω α­πό την ε­πί­δρα­ση και τον έ­λεγ­χο του ΚΚΕ, ε­νώ α­ντί­στρο­φα, στις πα­λαιο­α­θη­να­ϊ­κές συ­νοι­κί­ες, ό­χι μό­νο στις α­στι­κές μα και τις λα­ϊ­κές και ερ­γα­τι­κές, και στα γη­γε­νή κέντρα του Πει­ραιά, ε­ξί­σου με­γά­λη πλειο­ψη­φί­α δυ­σπι­στεί προς τον κομ­μου­νι­σμό ή βρί­σκε­ται σε φα­νε­ρή α­ντί­θε­ση μα­ζί του, θέ­μα που πρέ­πει ν’ α­πα­σχο­λή­σει α­να­λυ­τι­κά τον κοι­νω­νιο­λό­γο ι­στο­ρι­κό”. Ε­νώ στο α­θη­να­ϊ­κό λε­κα­νο­πέ­διο το σχή­μα της α­ντί­θε­σης α­νά­με­σα σε γη­γε­νείς-πρό­σφυ­γες φαί­νε­ται να α­ντι­στοι­χεί στην σύ­γκρου­ση α­στι­κού κό­σμου-α­ρι­στε­ράς, στην υ­πό­λοι­πη Ελ­λά­δα η κα­τά­στα­ση εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κή. Στην Θεσ­σα­λί­α, ο πλη­θυ­σμός, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό κοι­νω­νι­κή προ­έ­λευ­ση, προ­σχω­ρεί στο Ε­ΑΜ, ε­νώ στην Μα­κε­δο­νί­α και στην Θρά­κη, Πό­ντιοι και Κα­ρα­μαν­λή­δες πρό­σφυ­γες συ­γκρο­τούν ε­θνι­κι­στι­κές ορ­γα­νώ­σεις με σα­φώς α­ντι­κομ­μου­νι­στι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό.

[…]
Ο Θε­ο­το­κάς έ­βλε­πε με φι­λι­κή διά­θε­ση την Ευ­ρώ­πη. Ό­μως δεν πε­ριέ­πε­σε στις ευ­ρω­πα­ΐ­στι­κες α­κρό­τη­τες των ο­πα­δών του γερ­μα­νι­κού ι­δε­α­λι­σμού, ού­τε α­γνό­η­σε το τι πραγ­μα­τι­κά ση­μαί­νει η ελ­λη­νι­κή ε­τε­ρό­τη­τα. Οι πα­ρα­τη­ρή­σεις του για το ε­α­μι­κό κί­νη­μα εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κά καί­ριες. Κα­τα­νό­η­σε τον ι­διαί­τε­ρα “ρω­μαί­ι­κο” χα­ρα­κτή­ρα του ελ­λη­νι­κού κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος, δη­λα­δή το γε­γο­νός ό­τι, μα­ζί με την ορ­θο­δο­ξί­α, α­πο­τύ­πω­σε πο­λι­τι­κά και πο­λι­τι­στι­κά, ορ­θο­λο­γι­κά ή α­νορ­θο­λο­γι­κά, την άρ­νη­ση του νε­ο­ελ­λη­νι­σμού να αλ­λο­τριω­θεί α­πό τις α­ξια­κές προ­τε­ραιό­τη­τες της κε­φα­λαιο­κρα­τι­κής δύ­σης. Ο ε­πα­να­στα­τι­κός μυ­στι­κι­σμός πα­ρα­πέ­μπει στην ι­διαί­τε­ρη ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση των η­ρώ­ων του Ντο­στο­γιέφ­σκι, ό­που η νο­σταλ­γί­α του “πα­ρα­δεί­σου” εί­ναι τό­σο έ­ντο­νη και η ε­πα­φή με την χρη­μα­το­κρα­τού­με­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τό­σο α­νυ­πό­φο­ρη ώ­στε ο μη­δε­νι­σμός ή η προ­σχώ­ρη­ση σε ε­πα­να­στα­τι­κά πο­λι­τι­κά ρεύ­μα­τα γί­νε­ται η α­να­γκαί­α διέ­ξο­δος. Ό­πως εί­πε ο Ν. Μπερ­ντιά­γιεφ, οι ε­πα­να­στά­τες στην Ρω­σί­α, α­πό τον Τσερ­νι­σέφ­σκι ως τον Στά­λιν, συ­χνά προ­ήλ­θαν α­πό τις ιε­ρα­τι­κές σχο­λές. Τις πλευ­ρές αυ­τές της νε­ο­ελ­λη­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας μπό­ρε­σε να υ­πο­δεί­ξει ο Γ. Θε­ο­το­κάς διό­τι, αν και διέ­θε­τε μια υ­πο­δειγ­μα­τι­κή α­στι­κή παι­δεί­α και α­πέρ­ρι­πτε συγ­χρό­νως την α­ρι­στε­ρά και την δε­ξιά, υ­πήρ­ξε αυ­τό που α­νέ­φε­ρε στο πρώ­το του βι­βλί­ο: έ­να “ε­λεύ­θε­ρο πνεύ­μα” που δεν μπή­κε σε κα­λού­πια, μέ­σα σε κλει­στά συ­στή­μα­τα, αλ­λά προ­σπα­θού­σε να δει σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση τι πραγ­μα­τι­κά συμ­βαί­νει.

Σχολιάστε